- ξέγδαρμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ξεγδέρνω, αμυχή, εκδορά, γρατσούνισμα: Ξένος πόνος ξέγδαρμα (ο ξένος πόνος είναι ασήμαντος, παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξέγδαρμα — το [ξεγδέρνώ] 1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά 2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα τής επιδερμίδας, νυχιά, γρα τσουνιά, αμυχή 3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα … Dictionary of Greek
εκδορά — η (Α ἐκδορά) νεοελλ. επιπόλαιο τραύμα τής επιδερμίδας, ξέγδαρμα αρχ. 1. αφαίρεση τού δέρματος, γδάρσιμο 2. γεν. αφαίρεση … Dictionary of Greek
καταπερίξυσις — καταπερίξυσις, ἡ (Α) (δ. γρφ. αντί κατάξυσις) ξέγδαρμα, ξέσχισμα, αμυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περίξυσις (< περιξύω «ξύνω γύρω γύρω»)] … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
παράσυρμα — το, Μ [παρασύρω] εκδορά, ξέγδαρμα … Dictionary of Greek
εκδορά — η 1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα, γρατσούνισμα, αμυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκρουνιά — τσαγκρουνιά, η και τσουγκρανιά, η αμυχή, νυχιά, ξέγδαρμα, γρατσουνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)